Βιωματική Παρουσίαση από τη Μάγδα Μαντίδου-Αντωνίου για την απεργία του 1948 στο Μεταλλείο του Μαυροβουνίου στις συντρόφισσες Ζαπατίστας
———–
Γεννήθηκα τον Σεπτέμβριο του 1939 στο Καλό Χωριό Λεύκας. Είμαι η πρώτη από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Ήμασταν πολύ φτωχή οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας μου ήταν μεταλλωρύχος στο μεταλλείο του Μαυροβουνίου. Η Εταιρεία στην οποία άνηκε το μεταλλείο ήταν η Αμερικανική Εταιρεία CMC. Στο μεταλλείο του Μαυροβουνίου γινόταν εξόρυξη χρυσού και χαλκού, τα οποία μετέπειτα, μεταφέρονταν στο Λιμενίσκο του Ξερού και από εκεί γινόταν εξαγωγή σε άλλες χώρες. Επίσης στον Ξερό στεγάζονταν και τα γραφεία της Εταιρείας όπου και πήγαιναν οι μεταλλωρύχοι για την πληρωμή τους.
Θυμάμαι ότι το νερό γύρω από την αποβάθρα στον Ξερό ήταν κατακόκκινο και τοξικό λόγω του μεταλλεύματος. Στο μεταλλείο οι μεταλλωρύχοι δούλευαν με βάρδιες διότι το μεταλλείο δεν έκλεινε ποτέ. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στα έγκατα της γης, ήταν σκληρές εώς και απάνθρωπες λόγω της υγρασίας. Επίσης οι χημικές ουσίες στο μεταλλείο καθώς και οι λάμπες ασετυλίνης έβλαπταν σοβαρά την υγεία των μεταλλωρύχων. Όταν έβγαιναν οι μεταλλωρύχοι από το μεταλλείο στο τέλος της βάρδιας τους, ήταν τόσο μουτζουρωμένοι που δεν μπορούσες να αναγνωρίσεις τον ένα από τον άλλο. Η Εταιρεία είχε δημιουργήσει συνοικισμούς για τους μεταλλωρύχους κοντά στην Λεύκα. Ήταν ουσιαστικά τσίγγενες παραγκες δύο δωματίων, χωρίς κουζίνα. Έξω από αυτές υπήρχαν κοινές τουαλέτες.
Όταν ήμουν 5 χρονών η οικογένειά μου αποφάσισε να μετακομίσει κι αυτή σε εκείνες της παράγκες διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κάποιο μέσο για την μεταφορά των μεταλλωρύχων από και προς το μεταλλείο. Ο πατέρας μου ήταν συντεχνιακός στην ΠΕΟ. Μοίραζε την εφημερίδα “Δημοκράτης” και προσπαθούσε να βοηθά στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μεταλλωρύχοι.
Οι μεταλλωρύχοι ζητούσαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μείωση του χρόνου εργασίας τους και δύο γρόσια αύξηση. Κάτι που η Εταιρεία δεν έδινε, έτσι τον Γενάρη του 1948 ξέσπασε η απεργία. Τις πρώτες μέρες της απεργίας μαζευτήκαμε όλες οι οικογένειες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μεταλλωρύχων έξω από τις συντεχνίες μας. Φωνάζαμε ότι πεινούμε και θέλουμε ψωμί. Οι αποικιοκράτες μας φώναζαν να φύγουμε διότι θα πυροβολήσουν. Θυμάμαι τη μητέρα μου να φωνάζει “Κάτω ο Χάρτινγκ(ο Κυβερνήτης)”.
Η Εταιρεία εκείνες τις μέρες μας απαγόρευσε να διαβάζουμε τις σοσιαλιστικές εφημερίδες, μας έκοψε το ένα ποτήρι γάλα που έδινε στα βρέφη και νήπια και απαγόρευσε στους γονείς μάς να πηγαίνουν δουλειά. Για να σπάσει την απεργία η Εταιρεία προσπάθησε να διασπάσει τους μεταλλωρύχους σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους προσφέροντας δουλειά μόνο σε Τουρκοκύπριους. Όταν οι Τουρκοκύπριοι δεν αποδέχτηκαν την πρόταση, ξεκίνησαν να φέρνουν απεργοσπάστες από διάφορα χωριά της Κύπρου. Εμείς τα παιδιά των μεταλλωρύχων ρίχναμε πέτρες στους απεργοσπάστες. Μια μέρα η αστυνομία, μας έβαλε όλα τα παιδιά στην κλούβα για εκφοβισμό και έτσι κατάφεραν να περάσουν κάποια λεωφορεία με απεργοσπάστες. Περίπου πενήντα μέρες μετά την έναρξη της απεργίας και ενώ εγώ φοιτούσα στο Δημοτικό Σχολείο Λεύκας που ήταν ακριβώς απέναντι από την κλινική, άκουσα γυναίκες να φωνάζουν “Τον άντρα μου! Τον άντρα μου!”. Πλησίασα κοντά στον φράκτη του σχολείου για να δω τι συμβαίνει. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν στην πρώτη γραμμή της απεργίας και ήθελα να βεβαιωθώ πως ήταν καλά.
Μια δυο μέρες πριν στο μεταξύ, είχε προηγηθεί άλλη συμπλοκή έξω από την κλινική. Εκείνη τη μέρα πλησιάζοντας στη κλινική είδα αυτοκίνητα να μεταφέρουν τραυματίες από τη συμπλοκή που έγινε στις συντεχνίες. Ξεκίνησαν τότε εκεί, ξανά τα πυρά μεταξύ των αστυνομικών και των απεργών τα οποία κράτησαν για αρκετή ώρα. Οι αστυνομικοί σημάδεψαν στο ψαχνό, με αποτέλεσμα ακόμα οκτώ μεταλλωρύχοι να πληγωθούν.Το σκηνικό ήταν απαίσιο και ακατάλληλο για παιδιά και έτσι η δασκάλα μας είπε να σχολάσουμε. Πέρασα μέσα από το πλήθος και τις σφαίρες και πήγα στο σπίτι μου. Στο σπίτι βρήκα μόνα τους τα αδέλφια μου να κλαίνε. Ο πατέρας μου είχε εξαφανιστεί. Αργότερα μάθαμε ότι κρυβόταν στο σπίτι μιας Τουρκοκύπριας γειτόνισσας.
Ακολούθησε στο μεταξύ ακόμα μια αιματηρή σκηνή στον Ξερό στην οποία επίσης συμμετείχαν γυναίκες και παιδιά. Λίγες μέρες μετά ένας Τουρκοκύπριος ήρθε και μας είπε ότι φυγάδευσαν στο Βαρώσι τον πατέρα μου, λόγω του ότι ως συντεχνιακός, ήταν καταζητούμενος. Στο Βαρώσι κρυβόταν για ένα με δύο μήνες. Η απεργία στο σύνολο κράτησε τέσσερις μήνες και τέσσερις μέρες. Σε αυτή την περίοδο οι μεταλλωρύχοι και οι οικογένειες τους ζούσαν πολύ δύσκολα, με μόνο βιοπορισμό τους έρανους αλληλεγγύης που διοργανώθηκαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Η απεργία έσπασε τελικά όταν απολύθηκαν οι περισσότεροι μεταλλωρύχοι, ενώ κάποιοι άλλοι φυλακίστηκαν. Η Εταιρεία προσέλαβε νέους μεταλλωρύχους και έτσι οι εργασίες της συνεχίστηκαν.
Όταν επέστρεψε ο πατέρας μου στη Λεύκα, άνεργος πλέον, η οικογένειά μου μετακόμισε πίσω στο Καλό Χωριό. Ως πρωτεργάτης του εργατικού κινήματος δυσκολεύτηκε και εκεί να βρει δουλειά, έτσι σύντομα αποφασίσαμε να μετακομίσουμε πλέον στην Λευκωσία, για μια καλύτερη ζωή.
